Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Επί την λίμνην ούτως.

Αυγερινά πετάουσι

Τα πλήθη των μελίσσων

Όταν γλυκύ του έαρος

Φυσάει το πνεύμα.

Ανδρέας Κάλβος

Ὁ Ἀπρίλης μὲ τὸν Ἔρωτα χορεύουν καὶ γελοῦνε,
κι ὅσ᾿ ἄνθια βγαίνουν καὶ καρποὶ τόσ᾿ ἄρματα σὲ κλειοῦνε.

Λευκὸ βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει
Καὶ μὲς τὴ θάλασσα βαθειὰ ξαναπετειέται πάλι,
Κι᾿ ὁλόλευκο ἐσύσμιξε μὲ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.

Καὶ μὲς τῆς λίμνης τὰ νερά, ὅπ᾿ ἔφθασε μ᾿ ἀσπούδα
Ἔπαιξε μὲ τὸν ἴσκιο τῆς γαλάζια πεταλούδα,
Ποὺ εὐωδίασε τὸν ὕπνο της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο·
Τὸ σκουληκάκι βρίσκεται σ᾿ ὥρα γλυκειὰ κ᾿ ἐκεῖνο.

Μάγεμα φύσις κι᾿ ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη,
μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·
Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει:
Ὅποιος πεθάνῃ σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει.

Τρέμ᾿ ψυχὴ καὶ ξαστοχᾶ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της.

Ἒστησ᾿ Ἔρωτας χορὸ μὲ τὸν ξανθὸν Ἀπρίλη,
Κι᾿ φύσις ηὗρε τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκιά της ὥρα,
Καὶ μὲς στὴ σκιὰ ποὺ φούντωσε καὶ κλεῖ δροσιὲς καὶ μόσχους
Ἀνάκουστος κιλαϊδισμὸς καὶ λιποθυμισμένος.
Νερὰ καθάρια καὶ γλυκά, νερὰ χαριτωμένα,
Χύνονται μὲς στὴν ἄβυσσο τὴ μοσχοβολισμένη,
Καὶ παίρνουνε τὸ μόσχο της, κι᾿ ἀφήνουν τὴ δροσιά τους,
Κι᾿ οὖλα στὸν ἥλιο δείχνοντας τὰ πλούτια της πηγῆς τους,
Τρέχουν ἐδῶ, τρέχουν ἐκεῖ, καὶ κάνουν σὰν ἀηδόνια.
Ἔξ᾿ ἀναβρύζει κι᾿ ζωή, σ᾿ γῆ, σ᾿ οὐρανό, σὲ κύμα.
Ἀλλὰ στῆς λίμνης τὸ νερό, π᾿ ἀκίνητό ῾ναι κι ἄσπρο,
Ἀκίνητ᾿ ὅπου κι᾿ ἂν ἰδῆς, καὶ κάτασπρ᾿ ὡς τὸν πάτο,
Μὲ μικρὸν ἴσκιον ἄγνωρον ἔπαιξ᾿ πεταλούδα,
Ποῦ ῾χ᾿ εὐωδίσει τς ὕπνους της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο.
Ἀλαφροΐσκιωτε καλέ, γιὰ πὲς ἀπόψε τί ῾δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρὶς ποσῶς γῆς, οὐρανὸς καὶ θάλασσα νὰ πνένε,
Οὐδ᾿ ὅσο κάν᾿ ἡ μέλισσα κοντὰ στὸ λουλουδάκι,
Γύρου σὲ κάτι ἀτάραχο π᾿ ἀσπρίζει μὲς στὴ λίμνη,
Μονάχο ἀνακατώθηκε τὸ στρογγυλὸ φεγγάρι,
Κι᾿ ὄμορφη βγαίνει κορασιὰ ντυμένη μὲ τὸ φῶς του.

Διονύσιος Σολωμός,Ελεύθεροι πολιορκημένοι

O Απρίλης δεν κατέχει από αμυγδαλιές, κυοφορώντας
πασχαλιές μέσα από τη βουρδουλιασμένη γη, αναδεύοντας
γνώση και θέληση, αρδεύοντας
προσκυνημένες ρίζες, με εαρινή βροχή.

Ηλίας Λάγιος, Η έρημη γη

Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη-
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία


Οδυσσέας Ελύτης, Ηλικία της γλαυκής θύμησης

Πριν έμπει Απρίλης άνθισε
του χρόνου η χαραμάδα,
λεν’, το φιλί τέτοιο καιρό,
έχει πιο νοστιμάδα.

Χρυστόστομος Γελαγώτης, Της άνοιξης φιλί

Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.

Τ.Σ.Έλιοτ, Έρημη χώρα, μεταφρ.: Γ.Σεφέρη

Την Άνοιξη μακριά σου είχα βρεθεί
Κι ο Απρίλης ρούχα πλουμιστά φορούσε
Η νιότη γέμιζε το καθετί
Κι ο Κρόνος ο βαρύς χασκογελούσε


Σέξπιρ, σονέτο 98, μετάφραση: cyrusgeo

Ο Απρίλης κ’ η Σελήνη μέσα στο άλσος
σμίξαν. Το μεσονύχτι μεθυσμένοι
πέρασαν μ’ ευθυμία.
Και τώρα στη γαλήνη είνε απλωμένη
ρεμβαστική ματιά, η μελαγχολία.


Μαρία Πολυδούρη, Φαντασία στο τραγούδι μιας νυχτερινής κιθάρας

Δεν μπορώ να μη σε βλέπω το χειμώνα
Δεν μπορώ να μη σε ιδώ το καλοκαίρι!
Τί είν’ ο Απρίλης με τα ρόδα του και μόνα,
σαν δεν έλθεις με τριαντάφυλλα στο χέρι!
Δεν μπορώ να φανταστώ και στον αιώνα
μια στιγμή του που να μη σε ξέρει.


Κωστής Παλαμάς, Αρραβώνας

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ρόπτρο-σκαραβαίος
το παράτολμο δόντι μες στο ψύχος του ήλιου
ο Απρίλης που ένιωσε ν’ αλλάζει φύλο
της πηγής το μπουμπούκι ό,τι που ανοίγει


Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.

Οδυσσέας Ελύτης, Προσανατολισμοί

1 σχόλιο:

  1. ...όπως τα πήρε ο άνεμος και τα ταξίδεψε σε άλλη γή,σ'άλλη θάλασσα αλλά στον κοινό Τόπο της καρδιάς μας...

    Όταν γλυκύ του έαρος
    Φυσάει το πνεύμα.

    Μονάχο ἀνακατώθηκε τὸ στρογγυλὸ φεγγάρι,
    Κι᾿ ὄμορφη βγαίνει κορασιὰ ντυμένη μὲ τὸ φῶς του.

    Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
    Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
    Ήτανε η οδύνη-
    Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο βάρος σου
    Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία


    Δεν μπορώ να φανταστώ και στον αιώνα
    μια στιγμή του που να μη σε ξέρει.

    ο Απρίλης που ένιωσε ν’ αλλάζει φύλο
    της πηγής το μπουμπούκι ό,τι που ανοίγει


    Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
    Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
    Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
    Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
    Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;

    Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
    Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
    Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
    Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο...
    από το νησί του Ανδρέα στο...κοχύλι του Αιγαίου...

    ΑπάντησηΔιαγραφή