Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνε
αντίκρυ απ’τα βουνά μιαν αλαφράδα, μ’ όλο που η
μέρα ήταν σκληρή και η αύριο άγνωστη.
Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά το
χέρι πάνω από το κηπάκι των νεκρών, Εκείνη
Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια
-το φύσημα της δεντρολιβανιάς και την αθάλη του
καπνού από τα καμίνια - στης θαλάσσης την έμπαση
αγρυπνούσε
Αλλιώς ωραία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου